ὀξυμαθής

ὀξυμαθής
ὀξῠ-μᾰθής, ές,
A learning quickly, Phryn.PSp.97 B., Suid. s.v. θυμόσοφος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξυμαθής — ὀξυμαθής, ές (Α) αυτός που έχει την ικανότητα να μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. ολιγο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυμαθής — learning quickly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυμαθεῖς — ὀξυμαθής learning quickly masc/fem acc pl ὀξυμαθής learning quickly masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυμαθῶν — ὀξυμαθής learning quickly masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυμάθεια — ὀξυμάθεια και ὀξυμαθία, ἡ (Α) [οξυμαθής] η ικανότητα τού να μαθαίνει κανείς γρήγορα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”